- σφαλάγγι
- τοαράχνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σφαλάγγι — το, Ν βλ. φαλάγγι … Dictionary of Greek
σφαλαγγίδα — η, Ν κοινή ονομασία δηλητηριώδους αράχνης, αλλ. σφαλάγγι ή φαλάγγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαλάγγι + επίθημα ίδα (πρβλ. κατσαρ ίδα)] … Dictionary of Greek
σφαλαγγούδι — το, Ν [σφαλάγγι] η σφαλαγγίδα, το σφαλάγγι … Dictionary of Greek
φαλάγγιο — το / φαλάγγιον, ΝΜΑ, και φαλάγγι και σφαλάγγι Ν, και φαλαγγεῑον Α 1. είδος αράχνης, η ρωγαλίδα 2. ναυτ. καθεμιά από τις στρογγυλές δοκούς, πάνω στην οποία μετακινείται ένα βάρος καθώς αυτές κυλίονται, και ιδίως εκείνες που χρησιμοποιούνται για… … Dictionary of Greek
αράχνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του πορφυροβάφου Ίδμωνα που κατοικούσε στην Ύπαιπα της Λυδίας. Ήταν τόσο φημισμένη για τη δεξιοτεχνία της στην υφαντική και στο κέντημα, που ακόμα και οι νύμφες του Τμώλου και του Πακτωλού έτρεχαν να θαυμάσουν τη… … Dictionary of Greek
μαρμάγκα — η 1. κοινή ονομασία δηλητηριωδών αραχνών και γενικά τών αραχνών με μακριά και λεπτά πόδια, αλλ. μαύρο ή χοντρό σφαλάγγι 2. φρ. α) «θα σέ φάει η μαρμάγκα» λέγεται ως απειλή β) «τό φάγε η μαρμάγκα» εξαφανίστηκε, καταστράφηκε, χάθηκε … Dictionary of Greek
σφάκελος — (I) ο, ΝΑ νεοελλ. νεκρωτικός ιστός που βρίσκεται σε εξέλιξη προς την αποβολή του, όπως στη γάγγραινα τού δέρματος αρχ. 1. (για οστά) σήψη 2. σπασμώδης κίνηση, σπασμός («ὑπό μ αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσι», Αισχύλ.) 3. φρ.… … Dictionary of Greek
σφαλάγκαθο — το, Ν κοινή ονομασία πόας τού γένους τών σκιάδανθών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαλάγγι + αγκάθι] … Dictionary of Greek
σφαλαγγουνιά — και σφελαγγουνιά, η, Ν [σφαλάγγι] 1. η φωλιά τής σφαλαγγιδας 2. ο ιστός τής σφαλαγγιδας … Dictionary of Greek
σφαλαγγόχορτο — και σφαλαγγοχόρταρο, το, Ν κοινή ονομασία τού είδους φυτού Lapsana communis. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαλάγγι + χόρτο / χορτάρι] … Dictionary of Greek